μελοκοπώ

μελοκοπώ
μελοκοπῶ, -έω (ΑM) [μελοκόπος]
ακρωτηριάζω τα μέλη τού σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μελοκόπησις — μελοκόπησις, ἡ (Α) [μελοκοπώ] η αποκοπή τών μελών, ο ακρωτηριασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”